Ο ήλιος ήταν ψέμα
Ο ήλιος ήταν ψέμα
Ο
ρόγχος του γέρου πλημμύριζε εφιαλτικά το μικρό πνιγερό δωμάτιο. Μύριζε άσχημα,
Ένα πορτατίφ τυλιγμένο κιτρινισμένες εφημερίδες πάνω σ’ ένα κουτσό κομοδίνο
γεμάτο μπουκαλάκια, ποτήρια, κουταλάκια, μπαμπάκια γέμιζε σκιές το θολό αγέρα. Μια
μικρή ηλεκτρική σομπίτσα στη γωνιά καθρέφτιζε την αβέβαιη φλόγα της πασχίζοντας
να τη μετατρέψει σε ζέστα. Σωληνάκια κρέμονταν στη μύτη του γέρου (θύμιζε
μυρμηγκοφάγο) από τη φλέβα, την κύστη του. Σωληνάκια πούμπαζαν κι έβγαζαν
ζουμιά στ’ ασθενικό κορμί μήπως και του μετάγγιζαν μια στάλα ύπαρξης ακόμη.
Που
και που ο ρόγχος άλλαζε, έμοιαζε με βαθύ αναστεναγμό κι έπειτα ξανάπεφτε στην
ίδια ρουτινιάρικη μελωδία. Το εμβατήριο του τέλους.
Η
γρια στην κουνιστή πολυθρόνα απέναντί του έπλεκε μηχανικά κάποιο μαύρ νήμα και
πού και πού τούριχνε κάποιο ανήσυχο βλέμμα. Ξάφνου με κόπο ανασηκώθηκε σκυφτά
κι έσυρε την καρέκλα κοντύτερα στ’ ασθενικό σομπάκι. Τα πόδια της τόσο
παγωμένα! Δεν τάνοιωθε από το κρύο. Σαν κάτι να θυμήθηκε σίμωσε το κρεβάτι,
ανασήκωσε προσεκτικά τις κουβέρτες κι άγγιξε στοργικά τα πόδια του αρρώστου.
-Παγωμένα,
μονολόγησε.
Βάλθηκε
να ψαχουλεύει βιαστικά κάποιο συρτάρι στην παλιά ξύλινη ντουλάπα με τον ολόσωμο
καθρέφτη. Διάλεγε, διάλεγε προσεκτικά. Τέλος έβγαλε ένα ζευγάρι μάλλινες
κάλτσες. Σίμωσε προσεκτικά, λες και φοβόταν πως θα τον ξυπνήσει και με απαλές
κινήσεις τις φόρεσε στα λιγνά χλωμά του πόδια. Έπειτα έστρωσε τις κουβέρτες
σοβολιαστά γύρω τους σα να σκέπαζε μωρό και ξαναγύρισε στη γωνιά της.
-Για
φαντάσου! Παραμίλησε. Να σου ζεσταίνω εγώ τα πόδια!!!
Ακράτητο
ξεχύθηκε της μνήμης το ποτάμι με εικόνες τόσο ζωντανές, χειροπιαστές, τις
άγγιξαν τα μάγουλα, τα σκαμμένα ρυτίδες, τη ζέσταιναν.
Θυμόταν
τα γέλια τους, τους ψευτοκαυγάδες τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, τότε που
πάλευε να ζεστάνει τα πάντα παγωμένα πόδια της πάνω στα δικά του.
-
Με παγώνεις, την έσπρωχνε, την έδιωχνε, τη
γαργαλούσε, τη χάιδευε, τη φιλούσε, την αγκάλιαζε. Πόσο ζεστά κούρνιαζε στην
αγκαλιά του!
Κοίταξε τα πόδια της παραμορφωμένα απ’ τα ρευματικά. Είχε
κόψει τις παντόφλες στις γωνιές μη την πονάνε.
Κοίταξε τα χέρια της, που φούσκωναν στα δάχτυλα οι
κόμποι. Η βέρα έπλεε στο παράμεσο δάχτυλο κι όμως δε μπορούσε να τη βγάλει,
τόσο οι κόμποι είχαν πρηστεί. Θυμήθηκε κείνο το δαχτυλίδι, τ’ όμορφο, που της
είχε αγοράσει κάποτε στα γενέθλιά της. Αληθινό, όχι βέβαια πανάκριβο, όσο
άντεχαν τα οικονομικά τους, μα γιαυτην τόσο πολύτιμο!
-Και όμως θα μπορούσες ν’ αγοράσεις κάτι πιο πρακτικό,
του είπε τότε.
Χαμογέλασε αινιγματικά και τη φίλησε στην παλάμη. Τον
είχε σφίξει πάνω της.
-Δεν θυμάμαι ομορφότερο δώρο, του ψιθύρισε.
Τώρα το δαχτυλίδι το έχει η Πάτρα, η κόρη της. Τσακώθηκαν
με την Ειρήνη στη μοιρασιά των λίγων της χρυσαφικών. Και νάχαν ανάγκη!!! Όσα
θέλουν αγοράζουν με τα λεφτά που βγάζουν από τις δουλειές τους…
-Όχι καλέ μαμά γι την αξία τους! Είναι θέμα ηθικής τάξης,
είπε η Πάτρα. Είμαι η μεγαλύτερη.
-Τα πρωτοτόκια ζητάς; αγρίεψε η Ειρήνη. Δίκαιη μοιρασιά.
Δε φθάνει που με ρίξατε στην προίκα!!
-Εμείς φταίμε που ο προκομμένος σου σε γύρεψε ξεβράκωτη
να σε στεφανωθεί;
-Σωπάστε κορίτσια, ντροπή, ο πατέρας σας!!
Τ’ άρπαξαν όπως όπως τα χρυσαφικά. Αλήθεια κείνη την
όμορφη καδένα με το σταυρό, το δώρο της πεθεράς της στον αρραβώνα ποια να το
πήρε; Η Πάτρα ή η Ειρήνη της;
-Τι σ’ έπιασε και τους τα μοίρασες; Της είπε ο Δημήτρης.
-Τι να τα κάνω τώρα πια.. του είπε λυπημένα και τούδειξε
τα ροζιασμένα χέρια της. Της χάιδεψε τα άσπρα πάντα ατίθασα μαλλιά.
-Βλέπεις, Κατερίνα, της είπε ντροπαλά. Ακόμη σ’ αγαπάω…
σαν τότε… Ίσως και πιο πολύ.
-Σαν πότε; του πέταξε ειρωνικά. Σαν τότε που ήθελες να με
χωρίσεις;
-Ξέρεις καλά πως τότε δεν έφταιγα εγώ, της είπε
πικραμένα.
-Μα το σκεφτόσουν στ’ αλήθεια μέσα σου. Έτσι δεν είναι;
«Εγώ δε συμβιβάζομαι. Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω» Έτσι δε μούλεγες; Και
ήμουνα και έγκυος… Ξέρεις, Δημήτρη. Πάνε τόσα χρόνια κι όλο και παλεύω να
θυμηθώ την αφορμή που τσακωθήκαμε και δεν τη βρίσκω. Με είχες πει ακατάστατη..
νομίζω ή ήταν για κείνο το οικοπεδάκι που δε μούγραψε ο πατέρας μου.
-Ίσως κάτι να είχε πει η αδελφή μου για σένα και το
πίστεψα. Αλήθεια Τι περίεργο! Ούτε κι εγώ θυμάμαι γιατί τσακωθήκαμε τότε..
-Και πήρες το μαξιλάρι και τις κουβέρτες σου και
στρώθηκες στον καναπέ του σαλονιού και με είχες όρθια και ξυπόλητη να σε
παρακαλώ να γυρίσεις στο κρεβάτι μας.. και στην κατάσταση που ήμουν…
-Ακόμη μου κρατάς κακία;
Τον άγγιξε δειλά.
-Κουτέ, ακόμη σ΄ αγαπώ. Γιαυτό τα λέω. Ότι με πόνεσε
ακόμη με πονεί γιατί ακόμη σ’ αγαπάω. Θυμάσαι τότε που με πρωτογνώρισες;
-Πρωτομαγιά. Τέτοια γλυκιά πρωτομαγιά δεν έχω ξαναζήσει.
Ένας ουρανός διάφανος σα κρύσταλλο κι οι πρώτες ζέστες είχαν κάνει τη γη ν’
ανθοβολήσει πρώιμα και σπάταλα. Φορούσες γαλανά και στο λαιμό ένα κατάλευκο
μαντήλι. Ήσουν ζιζάνιο. Έτρεχες φορτωμένη αγριολούλουδα σ’ ένα καταπράσινο
κάμπο.
-Πίστευα πως -αν ήθελα- θα δρασκέλιζα τη γη μ’ ένα μου
πήδο, ξέρεις δα,σαν τον Κοντορεβυθούλη.
-Τα μάτια σου είχαν το χρώμα τ’ ουρανού. Έμοιαζες
ζουμπούλι μυρωδάτο. Έτρεμα ν’ απλώσω το χέρι να σ’ αγγίξω. Θαρρούσα θάσπαζες.
- Δε μ’ άγγιξες, δειλέ. Δε μου μίλησες καν. Έτρεχα στο
λιβάδι κυνηγημένη απ’ τη μορφή σου. Κάθε μαργαρίτα γινόταν θύμα της αγάπης σου
στα χέρια μου. «Μ’ αγαπά; Δε μ’ αγαπά;» Είμαι τόσο μικρή κι ανόητη να με
προσέξει…Ποιοι άλλοι ήταν μαζί μας;
-Δε θυμάμαι κανένα. Ήταν εικόνες σαν τα λουλούδια, τον
ουρανό, τον ήλιο. Λες κι όλα πλάστηκαν για μας, για να συναντηθούμε.
-Θυμάμαι όταν με πρωτάγγιξες. Τι δέος! Σα να γινόταν
άνθρωπος κάποιος θεός μπροστά μου. Ως τότε σ’ άγγιζα στα όνειρά μου. Τώρα σε
κρατούσα, έχωνα το τρομαγμένο μου πρόσωπο στο πλατύ σου στήθος. Πόσο με τρόμαζε
η ζωή ως τότε! Πόσο με τρόμαζε ο θάνατος εκείνη τη στιγμή! Μη σε χάσω. Πόσο
φοβόμουν μη σε χάσω!
Ο άρρωστος ξανά αναστέναξε βαθιά.
Πλησίασε, χάιδεωε τα’ αραιά μαλλιά, έστρωσε με χέρι
αβέβαιο το προσκεφάλι του, πήρε το μπαμπάκι το βούτηξε σ’ ένα ποτήρι και νότισε
τα σκασμένα χείλια του. Άσαρκα χείλια δίχως δόντια έτρεμα καθώς
ανάσαινε με αγωνία.
-Πόσο τα λάτρεψα τα χείλια του καθώς περπάταγαν βήμα με βήμα γνωρίζοντας τις στράτες του
κορμιού μου! Γιατί τον λάτρεψα; Για τον έρωτα; Για τη φιλία; Για την τρυφεράδα
του; Τι μας έδεσε τόσο σφιχτά; Η σάρκα ή η καρδιά μας; Τα παιδιά μας… Πάει
πέταξαν. Όσο ήταν τοσοδούλια, όσο είχαν την ανάγκη μας, τόσο τα χαρήκαμε.
Έπειτα μας ξέχασαν. Το παιδί σου, πούναι σπλάχνο σου, και να φύγει τόσο μακριά
σου! Δεν καταλαβαινόμαστε πια, λέει σε λιγάκι, μόλις φυτρώσουν τα πρώτα δικά
του φτερά, μόλις μαδήσουν τα πρώτα πούπουλα… Περιπέτειες, αγωνίες, φροντίδες.
Να μεγαλώσουν, να μορφωθούν, να παντρευτούν, να μη στραβοπατήσουν. Και πάντα
τόσο μόνοι μας, οι δυο μας.
Θυμάμαι τότε, σ’ εκείνη την αρρώστια, σαν χάσαμε το παιδί,
πούταν νεκρό στα σπλάχνα μου, έκλαιγα και σε φώναζα στο χειρουργείο. Σε γύρευα
στην ανυπαρξία μου, σε όνειρά μου. Δεν τολμούσα στο ξύπνιο μου να σε φωνάξω με
τόση δύναμη. Φοβόμουν θα μ’ εκμεταλλευόσουν, θα με περγελούσες, ίσως θα μ’ εκμεταλλευόσουν….
«Δεν κάνει να δείχνεις την αδυναμία σου στους άνδρες»
έτσι με συμβούλευαν. Αδυναμία. Έτσι τη λένε την αγάπη μας. Αδυναμία!
Θυμάμαι τότε που σ’ έκλεισαν στην φυλακή. Σε βασάνισαν.
Κι έτρεχα απελπισμένη ψάχνοντας από πόρτα σε πόρτα να σε βρω, να σε γλιτώσω από
τα νύχια τους. Κι όλοι, ξένοι και δικοί, κουνούσαν το κεφάλι επιτιμητικά…
-Τι θέλει κι ανακατεύεται; Τι δεν κάθεται στ’ αυγά του,
όπως κάνουν όλοι; Αυτός θα σώσει τον κοσμάκη; Με τι κότσια; Εγκατάλειψε την
οικογένειά του! Βλέπεις; Τώρα εσύ ξενοδουλεύεις να ζήσετε. Αν ήθελε να
παραστήσει τον ήρωα να μη παντρευόταν. Παίρνει κι άλλους στο λαιμό του…
Πιο εχθρικοί ήταν οι συγγενείς σου. Έβρισκαν πως φταίω.
«Η καλή γυναίκα μπορεί, αν θέλει, να στρώσει τον άνδρα της» Εσύ φταις που δεν
πάτησες πόδι από την αρχή. Τον άφησες να κάνει του κεφαλιού του.
Και οι δικοί μου πίστευαν πως είμαι δυστυχισμένη πλάι
σου. «Απότυχε στο γάμο της» Έτσι έλεγαν για μένα, μα ευτυχώς φρόντισαν να βγεις
από το κάτεργο. Ήσουν πάντα άνεργος, «υπό παρακολούθησιν» μα δίπλα μου, στην
προστασία της αγκαλιάς μου. Ξυπνούσα κάθε βράδυ κι άπλωνα το χέρι να σε αγγίξω…
Ψηλαφούσα με τα χείλια τις ουλές του μαρτυρίου σου. Γύρευα επιβεβαίωση της
παρουσίας σου. Αφουγκραζόμουν τη ρυθμική σου αναπνοή στο σκοτάδι. Μη σε χάσω…
Μη σε χάσω…
Η ανάσα του άρρωστου έπαψε ν’ ακούγεται. Έτρεξε κοντά του
αλαφιασμένη. Του χούφτωσε το χλωμό κέρινο πρόσωπο. Τ΄ αυτιά μελάνιαζαν.
-Δημήτρη, τραύλισε.
Ο άρρωστος τινάχτηκε από σπασμούς.
-Το γιατρό, το γιατρό, ούρλιαξε η γριά.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή ο άρρωστος και άρχισε να βήχει.
Από το στόμα του έτρεχαν ρόδινοι αφροί. Το μελανό χρώμα πούχε απλωθεί στο
πρόσωπό του υποχωρούσε αργά αργά στρώνοντας πίσω του μιαν άσπρη μάσκα.
Σκούπισε τα χείλια του προσεκτικά. Τράβηξε την καρέκλα
πλάι του, ακούμπησε το μέτωπό της στον ώμο του.
-Ποιος αναγνώρισε Δημήτρη, τον κόπο, τις θυσίες σου; Μήτε
τα ίδια τα παιδιά σου. Είδες τι ειρωνικά κρυφογελούν, όταν αρχίζεις και
διηγείσαι τους αγώνες σου κείνα τα χρόνια…
Έγινες ένας ήρωας Δημήτρη και οι ήρωες είναι ξεπερασμένοι
στην εποχή μας. Είναι αντιπαραγωγικοί, πολωτικοί, αντιδραστικοί, εριστικοί.
Ανήκουν στα μουσεία, στις βιβλιοθήκες. Πρέπει να είναι στατικοί, γιαυτό του
φτιάχνουν αγάλματα. Αλλιώτικα είναι επικίνδυνοι. Ανακατεύουν τα βρωμόνερα του
βάλτου.
Αλίμονο, Δημήτρη, τι μοναχικό δρόμο διάλεξες ακολουθώντας
τα οράματά σου! Κυνηγούσες φαντάσματα θαρρώ. Το δίκιο, το σωστό, το ίσιο.
Πάλευα να διαβώ νι εγώ την πόρτα των ονείρων σου, να βρω μια θέση στους αγώνες
σου. Δεν τα κατάφερα. Ήμουνα πάντα ξένη. Σα θεατής χειροκροτούσα, γιουχάιζα,
ανυπομονούσα να δώσω τη λύση του δράματος. Ήσουν ένα κομμάτι μου. Σ’ ένιωθα
τόσο δικό μου που πονούσα σαν σε χτυπούσαν, μα πάντα ήμουν τόσο μόνη όσο και
συ. Στα όνειρά μου είχε πάντα ομίχλη. Δεν πίστευα σε τίποτε, έξω από σένα. Συ
ήσουν η παιδική μου παραμυθένια χώρα που φυλάκισα τις ελπίδες μου. Εγώ
συμβιβάστηκα, ενηλικιώθηκα. Σε άφηνα να παίζεις κλέφτες κι αστυνόμους σαν
παιδί. Ήμουν κουτή. Σε άφηνα να παίζεις με τη φωτιά. Θάπρεπε να σε προστατέψω
πιότερο. Ήσουν ότι πιο πολύτιμο είχα. Δεν έμοιαζα καθόλου στις σπαρτιάτισσες
που στέλναν τα παιδιά τους στο χαμό μ’ ένα «ή ταν ή επι τας». Δεν πίστευα στη
σκοπιμότητα της θυσίας και σε άφησα μια ζωή να θυσιάζεσαι. Έβλεπα να σε
κατασπαράζουν, να σε κυνηγούν εχθροί και φίλοι. Γιατί στ’ αλήθεια, όσο ο
πόλεμος βαστούσε καλά το χορό, τους ήσουν τόσο χρήσιμος, που σε υμνολογούσαν. Έπειτα
όμως, σαν έφθασε η ώρα της λευτεριάς, του θριάμβου η ώρα, τότε μεμιάς
μεταμορφώθηκες σ’ επικίνδυνο θεριό. Πολωτικός, εριστικός, αρνητικός,
αντιδραστικός. Δε σ’ εξοντώσαν με μιας. Σιγά σιγά σε ξεφορτώσαν από τα
παράσημα, τη στολή, σε παράδωσαν γυμνό και δαρμένο στο περίγελο του όχλου. Του
όχλου! Πώς πίστευες στην υπεραξία του λαού!! Η λαϊκή δύναμη, έλεγες κι έλαμπε
το βλέμμα σου. Εγώ… Εγώ δάγκωνα τα χείλια να μη κλάψω.
-Ως πότε θ’ αντέξεις; έλεγα.
-Ως το τέλος, μ’ αποκρινόσουν.
Εγώ δεν πίστευα στη δύναμη του όχλου. Στη δικιά σου
δύναμη, πίστευα. Ήσουν από τους ανθρώπους, που αλλάζουν τη ροή της Ιστορίας.
Και όμως σε σύντριψαν, σε ποδοπάτησαν. Είχες και συ την αδυναμία σου. Αγαπούσες
τα όνειρά σου, τα πίστευες. Δε συμβιβαζόσουν.
-Ως το τέλος…
Η Κατερίνα ανατρίχιασε σύγκορμη. Ανασήκωσε το κεφάλι.
-Δημήτρη, ψιθύρισε.
Τα μάτια του ορθάνοιχτα σαΐτευαν τρομαγμένα κάποιο
μυστικό όραμα.
-Τόσο μακριά μου! Μουρμούρισε απογοητευμένα η Κατερίνα.
Γιατί να μη σ’ ακολουθήσω; Γιατί να μείνω παθητικά πλάι σου, θεατής στον αγώνα
σου;
Έτσι μας έμαθαν. Έτσι είναι οι γυναίκες. Στηρίζουν τους
άνδρες τους. Έτσι ήταν οι γυναίκες. Τώρα τους αντιμάχονται. Να η κόρη μας, η
Πάτρα. Χώρισε χωρίζοντας και τα παιδιά της. Ο γιος δικός του, η κόρη δικιά της.
Κι η εγγονή μας τώρα δεν παντρεύεται. Συζεί με κάποια φιλενάδα. Δεν αντέχει
λέει τους άνδρες και την κριτική τους. Δεν δένονται πια οι γυναίκες με τον
έρωτα ενός άνδρα.
-Δημήτρη, παραμίλησε ξανά με παράπονο. Τα χέρια σου,
πλοκάμια με σφιχτόδεσαν. Ποτέ δε ζήλεψα το ξένο αντρικό βλέμμα, το ξένο
άγγιγμα. Ήμουν γεμάτη πλάι σου. Πόσο γεμάτα είναι τα παιδιά μας, τα εγγόνια
μας; Τι όφελος θ’ αφήσει τούτη η αμάχη στην απαλή γυναικεία καρδιά;
Άπλωσε, φτερούγες τα ροζιασμένα χέρια κι αγκάλιασε το
ξαπλωμένο κορμί.
-Πώς έλιωσε το κορμί σου, Δημήτρη! Σαν το κερί. Μια ζωή
σαν το κερί έλιωνες. Έλιωνες και καιγόσουν και φώτιζες. Αλίμονο. Δε φθάνει ένα
κερί να φωτίσει μια νύχτα με ανεμοθύελλα, μήτε να μας ζεστάνει φθάνει. Ίσα ίσα
να μας χαρίσει μια στάλα ελπίδας.
Τα χείλη του αρρώστου έπαιξαν.
-Δημήτρη, Ναι, ναι, αγάπη μου. Τι θες, καλέ μου; Πες μου.
Πες το μου, σε μένα.
Το βλέμμα του την κάρφωνε γεμάτο αγωνία.
-Κατερίνα, ψιθύρισε με κόπο.
-Ναι, καλέ μου.. κόλλησε το γέρικο πρόσωπό της στα χείλη
του.
-Ο ήλιος, Κατερίνα.
-Ναι, αγάπη μου, θα βγει. Το ξέρω. Έτσι δε μούλεγες;
-Όχι, όχι, κούνησε το κεφάλι του με αγωνία εκείνος. Ο
ήλιος…. Κατερίνα… είναι… ψέμμα.
Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Τα μάτια του στόχευαν
διαπεραστικά τη νύχτα που ερχόταν. Άδραξε σφιχτά το κορμί του παλεύοντας στους
λυγμούς της να κρατήσει όση ζεστασιά μπορούσε. Τώρα το ήξερε. Θαρχόντουσαν όλοι
οι παλιοί γνωστοί, τα ίδια τα παιδιά τους, θα ψευτόκλαιγαν.
Στεφάνια, παράτες, παρόλες, κλάματα. Μπορεί να
τούφτιαχναν και άγαλμα. Κωμωδία! Γέλασε άγρια η Κατερίνα.
-Βλαστήμια. Τι θέση έχω εγώ σε όλη τούτη την κωμωδία; Το
κουστούμι θα πλέει πάνω του. Τα παπούτσια του λερά και μπαλωμένα… Βαριά πούναι
η ανηφόρα!
Χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά του.
-Δεν το αντέχω, ψιθύρισε, θαρρείς και του ζητούσε συγγνώμη.
-Βαρέθηκα να παίζω το ρόλο του θεατή, φώναξε σα ξαφνικά
να θύμωσε.
Πήγε στην παλιά ντουλάπα με το μεγάλο καθρέφτη, ψαχούλεψε
ξανά στο συρτάρι, έβγαλε ένα ξυραφάκι. Το κοιτούσε προσεχτικά, με σεβασμό,
θαρρείς.
Χαμογέλασε θριαμβευτικά στ’ αντικαθρέφτισμά της. Κάθισε
ξανά πλάι του. Του σφάλιξε χαϊδευτικά τα βλέφαρα. Έπειτα αποφασιστικά χαράκωσε
τους καρπούς των χεριών της δίχως σκιά πόνου να θολώσει την έκφραση του
προσώπου της.
Τον αγκάλιασε. Ακούμπησε το λευκό αχτένιστο κεφάλι στ’
άψυχο λιπόσαρκο στήθος του, θαρρείς κι αφουγκραζόταν την καρδιά του. Το αίμα
της πότιζε τα νοτισμένα μ’ ιδρώτα σεντόνια.
Η νύχτα έπεφτε ήμερη κι ανακουφιστική σα νύστα.
Η Κατερίνα αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
Πειραιάς 1986
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Tasos Vassiliou Υπέροχο! Κάπου το έχω ξαναδιαβάσει Μαρία. Σε βιβλίο σου ; Δε θυμάμαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 1 ώρα
Maria Sotiropoulou Δεν είναι δημοσιευμένο σε βιβλίο μου παραδόξως Ίσως στην Κασταλία. είχε χαθεί από τα ηλεκτρονικά μου αρχεία κι έπρεπε να το ξαναγράψω. Η μεγαλύτερη απάτη είναι ότι στον κόσμο των κομπιούτερ τίποτε δε χάνεται.