Εξομολογήσεις ενός φαντάσματος


Εξομολογήσεις ενός φαντάσματος
      Τη γέννησή μου θυμάμαι. Το θάνατό μου, όπως τον λέτε σεις οι ζωντανοί. Πολύ διασκεδάζω με τις αναμνήσεις του θανάτου μου, της γέννησής μου δηλαδή. Πώς τα μπερδεύω!! Γίνεται και αλλιώτικα; Είμαι από την απέναντι μεριά, πίσω από τον καθρέφτη. Το δεξί σας μου είναι αριστερό, το γέλιο σα κλάμα, οι θρήνοι σας γελοίοι, οι τρόμοι σας ανέκδοτα.
    Και όσο θυμάμαι την αγωνία μου μέχρι να διαβώ το κατώφλι!! Μια ζωή, από τη στιγμή πούπαψα να πιστεύω στα παραμύθια, από τη στιγμή που εμπιστεύθηκα την κοινή λογική, πέθαινα από αγωνία για το θάνατό μου.
     -Μη πονέσω; Θα πονέσω; Πώς μέχρις εδώ δηλαδή; Υποχρεωτικά σε κατεβάζουν από το τρένο; Δε μου τάπαν έτσι στην αρχή. Αν τόξερα δε θα γεννιόμουν ποτέ!
    Με αγωνία παραμόνευα την κάθε ρυτίδα, την κάθε τρίχα που μαδούσε στην κορφή του κεφαλιού μου, την κάθε τρίχα που άσπριζε επιδεικτικά στα φρύδια και τους κροτάφους μου, την κάθε φλεβίτσα που μπλάβιζε στα χέρια και τα πόδια μου. Η κάθε νέα μέρα με γέμιζε με αγωνία. Πλησίαζα πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο αναπόφευκτο, στο τέρμα. Μάτια με αλοιφές και με αμπούλες και με άλλα θαυματουργά γιατροσόφια πάλευα να περιορίσω τις συνέπειες των γηρατειών που ερχόντουσαν. Και τα γηρατειά για ανθρώπους παρατηρητικούς και ξύπνιους, όπως εγώ, φαίνονται αμέσως, από το τέλος της εφηβείας.
       Ποτέ μου δεν παντρεύτηκα. Τα παιδιά, έτσι γρήγορα που μεγαλώνουν, ώρα την ώρα σαν αγγούρια, μου πρόσθεταν άγχος, ήταν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον μου στη δίκη μου με το χρόνο. Κάθε εποχή που ερχόταν, ενώ παλιά την έβρισκα γοητευτική αλλαγή, στο τέλος την καταριόμουν σα βαρετή επανάληψη. Κάθε καινούρια άνοιξη με έσπρωχνε προς το βάραθρο. Τι γιατροσόφια, τι τεχνικές δεν εφάρμοσα για να κρατήσω τα νιάτα μου με τα δόντια!! Η επιστήμη είχε προοδεύσει αρκετά, οφείλω να το ομολογήσω. Μέχρι και μεταμόσχευση γεννητικών οργάνων έκανα για ναχω σχέσεις με πιτσιρίκες, όπως ο Δαβίδ, να ξανανιώσω. Άσε, αυτός ο πανικός μου για τα τροχαία, τα δηλητήρια, τον καρκίνο, τις παθήσεις της καρδιάς... Μεγάλο πρόβλημα οι παθήσεις στην εποχή που ζούσα. Από το άγχος και την καλοφαγία, λένε, σούδινα μια και κάτω. Και με την υστερία των μεταμοσχεύσεων, πούχε πιάσει τους γιατρούς υπήρχε κίνδυνος να σου ξεριζώσουν την καρδιά ή τον εγκέφαλο πριν καλά καλά τινάξεις τα πέταλα. Το άγχος των παλιών μήπως τους θάψουν ζωντανούς, είχε μετατεθεί στην εποχή μου στον κίνδυνο να σε πετσοκόψουν ζωντανό και να σε μετατρέψουν σε ανθρώπινα ανταλλακτικά! Έπειτα ο κίνδυνος της βόμβας. Τι φασαρία! Όλοι διεκδικούσαν βομβικά. Το δίκιο και το άδικο είχαν κοινούς τρόπους έκφρασης: τις βόμβες, που βρίσκονταν στα πιο αθώα σημεία και μπουμ ξαφνικά έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα σε κήπους, πλατείες, μαγαζιά και χέρια πόδια και μυαλά πεταγόντουσαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αεροπειρατείες, απαγωγές, φόνοι, βιασμοί και όλα έτσι αναίτια και παλαβά, να μη ξέρεις πού να κρυφτείς, πώς να ξεφύγεις.

        Ώσπου στο τέλος πέθανα. Και το αστείο είναι ότι δεν πήγα από τίποτε απ' όλα αυτά που φοβόμουν. Πέθανα φυσιολογικά σε βαθιά γεράματα από φθορά των αναγκαίων εργαλείων του υλικού μου Εγώ. Μεγάλη καταδίκη! Να μη σε κλάψει κανείς! Τα τελευταία χρόνια όλοι με κοιτούσαν τόσο εξοργισμένα που δεν ήξερα πού να κρυφθώ!
     -100 χρόνων και ζεις;;!! έλεγαν λες και τους έπαιρνα δικά τους χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι το ξεκούτιασμα της ηλικίας μ' έκανε να τους κρίνω με επιείκεια.
       -Δε βαριέσαι! Συλλογιόμουν. Από τη ζήλεια τους θα σκάσουν.
    Σαν πέθανα, ούτε που το κατάλαβα. Ούτε πόνος, ούτε αγωνία, ούτε τίποτε. Τσάμπα μας κορόιδευαν τόσα χρόνια οι γραφιάδες. Έπεσα από το κλαρί σαν τον ώριμο καρπό. Γκουπ, μια και κάτω. Όλα τ' άλλα είναι στην αρρωστημένη φαντασία των ζωντανών. Πέθανα και γλίτωσα. Τι να πεθυμήσω δηλαδή από τη ζωή τους; Τη βρώμα; Την τρέλα; Την παλιανθρωπιά τους; Να βγάλει ο ένας το μάτι τ' αλλονού. Ποιος θα φάει τα πιο πολλά! Σκοτώνουν έτσι, από γούστο. Σκοτώνουν τα παιδιά τους. Τα δολοφονούν πριν γεννηθούν. Είναι σκλαβιά τα παιδιά στη ζωή των ζωντανών. Μια ζωή την έχουμε, λένε.
      Αμ δε!! Δυο ζωές τις έχουμε. Μια γρήγορη και βιαστική, που τη ζούμε ντυμένοι με φθηνοραμένα σάρκινα κορμιά και μιαν απέραντη που τη γευόμαστε γυμνοί στο άπειρο. Και τη γευόμαστε γουλιά γουλιά καθισμένοι στη σκοτεινιά του κόσμου και θυμόμαστε, θυμόμαστε τη μικρή μικρή στιγμή της ζωντανής ζωής μας.
     Τι παράδεισος και κόλαση και κουραφέξαλα. Παραμύθια για αφελείς! Μοναξιά, μια μοναξιά απόλυτη, έτσι που να σούρχεται τρέλα. Κανείς για να εχθρεύεσαι, κανείς για ν' αγαπάς. Μόνη σου συντροφιά, οι αναμνήσεις. Ξεφτάς την κάθε σου στιγμή, την αναλύεις, τη βλέπεις από δω, τη βλέπεις από κει, όλο με νέα μάτια. Αν ζούσα τώρα, πώς θα φερόμουνα; Τι θ' άλλαζα; Σαν τα παιδάκια με τους κύβους χτίζεις πύργους τις αναμνήσεις σου, τα γκρεμίζεις, τις μπερδεύεις, και ξαναρχίζεις.
     Λένε πως τα φαντάσματα μιλούν στους ζωντανούς. Κουταμάρες! Μακάρι να μπορούσαν. Ο κόσμος θάτανε καλύτερος. Θάνοιγαν τα στραβά τους οι μεγάλοι, κάτι να φτιάξουν. Στην άλλη μας ζωή, όλοι αναγκαστικά γινόμαστε καλοί. Υπάρχει χειρότερη μορφή δικτατορίας; Να μη μπορείς να ξεφύγεις. Μήτε πόνος, μήτε χαρά, μήτε αγάπη, μήτε μίσος...
            Εγώ πώς σας μιλώ; θα πείτε. Μήπως εγώ δεν είμαι γνήσιο φάντασμα;
          Θα σας το πω. Θα το ομολογήσω. Όλα τα φαντάσματα ίσα γεννιόμαστε σ' αυτό τον κόσμο! Και μην ακούτε τις ιστορίες για τ' άλιωτα πτώματα και τις βασανισμένες ψυχές! Είναι για να μοσχοπουλούν τα θρίλερ. Σαν κοπεί το λινάρι, τελεία και παύλα κάθε επαφής. Κλείνει πίσω μας γαλαζωπό το κρύσταλλο της αιωνιότητας. Εγώ τώρα δε σας βλέπω. Δεν ξέρω καν αν είσαστε ζωντανοί, αν υπάρχετε ακόμη ή αν γίνατε στάχτη στο βωμό κάποιου πυρηνικού ολοκαυτώματος. Δε μυρίζω τα λουλούδια σας, δε γεύομαι τα φρούτα σας, δεν ακούω τους λυγμούς ή τα τραγούδια σας. Δε μπορώ να διαβώ τα σύνορα του κόσμου σας. Εσείς μόνο μπορείτε να μπείτε στο δικό μου κόσμο σ' ένα δρόμο δίχως γυρισμό. Σεις που δε σας γνωρίζω και ούτε θα σας γνωρίσω ποτέ. Σεις πούσαστε τέλεια άγνωστοι μα κι απίστευτα γνώριμοι. Στο δικό μας κόσμο όλα ίδια μοιάζουν σαν τις σταγόνες το νερό, που χάνουν κάθε σχήμα μόλις πνιγούν στη θάλασσα.
         Πώς σας μιλώ, αν σας μιλώ και αν με ακούτε;
         Συχνά μου τύχαινε και ζωντανός νάχω την ίδια απορία. Πόσοι και ποιοι στ' αλήθεια άκουγαν ότι προσπάθαγα να πω. Πόσοι νοιαζόντουσαν να επικοινωνήσουν; Όλοι έτρεχαν, όλοι βιαζόντουσαν, όλοι νοιαζόντουσαν για την προσωπική τους καλοπέραση την κάθε μέρα. Έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στον πόνο, την πείνα ή την αρρώστια του άλλου. Κατά τ' άλλα φιλοσοφούσαν, έκαναν τέχνη, έκαναν έρωτα. Δεν αγαπούσαν. Έκαναν... έτσι για να περνά ο χρόνος.
Και τώρα... Τώρα που όλα με άλλο νόημα μετρούν, πώς θα πονούν για τις χαμένες ευκαιρίες! Το μεγάλο δώρο της ζωής στον άνθρωπο είναι η επικοινωνία του με άλλους ανθρώπους. Το άγγιγμα, το χάδι, ο μπάτσος ακόμη, η χαρά της επαφής, η ηδονή που μοιάζει με τον πόνο...
Τώρα πια μιλώ για τον εαυτό μου.
-Εαυτέ μου, με ακούς; Θεέ μου που πια ξέρω πως δεν υπάρχεις, με βλέπεις; Δεν έχω να ελπίσω στη λύτρωση του θανάτου, δε μπορώ ν' αυτοκτονήσω, δε μπορώ να ξαναγεννηθώ. Δε μπορώ να παλέψω, δεν έχω κάποιον ή κάτι για ν' αγωνιστώ, δεν υπάρχει ομάδα ή σύστημα να ενταχθώ, δεν υπάρχει το πλήθος να το καθοδηγήσω ή να κρυφθώ στην ανωνυμία του. Δεν υπάρχουν γυναίκες ν' αγαπήσω, παιδιά να σπείρω. Δεν υπάρχει τίποτε απ' όσα δεν αξιώθηκα να ζήσω.
Ξεφυλλίζω μια μια τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής μου. Ότι ξεπούλησα φθηνά για την οικονομική μου ευρωστία. Τον ίδιο μου τον εαυτό που έχασα κει κάπου στα μισά του δρόμου. Και τώρα νάτος αμείλιχτος ο μόνιμος σύντροφός μου, ο μόνος συνομιλητής μου σε τούτη τη ζωή μετά τον θάνατο.

Άνθρωπε με ακούς; Άνθρωπε ζωντανέ, πέρα απ' το τείχος; Ζήσε. Ζήσε την κάθε σου στιγμή σα νάναι η πρώτη ή η στερνή σου. Ο ήλιος λάμπει όμορφα, ζεσταίνει. Τ' αγέρι μυρίζει αλλιώτικα την κάθε εποχή. Το κάθε χορταράκι ξαναγεννιέται την κάθε χρονιά, το κάθε αγριολούλουδο έχει δικιά του χάρη. Τα σύννεφα μπερδεύονται και χτενίζονται στο γαλάζιο ουρανό κι η βροχή μοσκοβολά το φθινόπωρο. Το χιόνι πόσο λαμποκοπά τις χειμωνιάτικες βραδιές και το φεγγάρι πώς κρεμιέται μαγεμένο ανάμεσα πελάου κι ουρανού τα καλοκαίρια!
Ζήσε, ζήσε την κάθε σου στιγμή. Αγάπησε, αγάπησε με πάθος όλη την ομορφιά που σε κυκλώνει. Το χαϊδευτικό άγγιγμα της γυναίκας, την προσταγή της φύσης σου, την απαλή μοσχομυρισμένη ανάσα του μωρού στο στήθος που θηλάζει, την αταξία των παιδιών και τις σκοτούρες τους. Είναι η ζωή, ότι αξίζει να το ζήσεις.
Άσε τα νούμερα, τα σχέδια, τους δύσκολους συλλογισμούς, τις υπερβολικές φιλοδοξίες. Σπάσε τα δεσμά σου. Ζήσε ότι αληθινά αξίζει. Φτύσε κατάμουτρα το κάλπικο, φτύσε το θάνατο κατάμουτρα. Περιφρόνα τον. Ζήσε τη ζωή, τη στιγμή ζωής που σου ανήκει. Μια στιγμή ζωής που θα σου ανήκει αιώνια
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια


  1. Tsabika Hatzinikola "Κανείς για να εχθρεύεσαι, κανείς για ν' αγαπάς. Μόνη σου συντροφιά, οι αναμνήσεις"... Συγκλονιστικός ο θάνατος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυνατό ταρακούνημα αφύπνισης!!!!!!!Δυνατός όπως κάθε φορά ο λόγος σου Μαρία μου!! Χλόη Λιάσκου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δημητρης Αλμπανης Ειναι το τρίτο που διαβάζω φανταστικό !
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 13 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γιαννης Μπιρμπας Εξοχο!!!Στην παράγραφο (Εαυτέ μου, με ακούς;....ζήσω) θα πρόσθετα : «Απ’ όλες μου τις απογοητεύσεις, η αθανασία είναι η πιο μεγάλη».

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης