Στη Σοφία της Άγνοιας Δόξα 4
Στη Σοφία της Άγνοιας Δόξα 4
στον Ηρακλή που νικήθηκε απ'
το πουκάμισο του Νέσσου
Και να 'μαι λοιπόν απόλυτα μόνη στο απόλυτο μηδέν. Κι ο θεός
αόρατος σαν τον αγέρα κι άχρηστος σαν τη Βεβαιότητα του θανάτου. Τα παραμύθια
μου έπαψαν να ηχούν γλυκά κι η μοναξιά μου απλώνεται σ' όλη τη γη, περ' απ' το
θάνατο. Μόνη παρηγοριά η γεύση του κορμιού μου, η οσμή της παλάμης μου, η
αλμύρα του αίματός μου. Θα 'ναι μια πράξη αγάπης το ν' αυτοκτονήσω Βυζαίνοντας
το αίμα μου.
Όμως ο χρόνος τα πάντα επουλώνει. Κάποτε ίσως διαμαρτύρομαι για τη
λειψή μου τόλμη. Όταν τ' ατσάλι θα 'χει σκουριάσει και δε θα θυμάται τη
φλογισμένη ανάσα της πυράς. Και μήτε τ' όνομά σου να προφέρω δεν τολμώ.
Άρρωστη, διαλυμένη από την πλημμύρα των μορφών σου. Και συ τις κρυφές μου
πληγές ψηλαφάς και μετράς τις ανάσες μου. Το χρέος που ο χρόνος μας στοίβαξε,
τις αντιθέσεις που η φύση μας όπλισε. Αργά αργά σαν το υγρό παίρνω τη μορφή του
μπουκαλιού που το καθήκον με μόρφωσε. Πυκνώνουν οι έγνοιες και με πολιορκούν.
Βιάζομαι να νυχτώσει και ν' αποσυρθώ, να σπρώξω το χρόνο, ν' αφήσω τη θεραπεία
στα χέρια της λησμονιάς, να ξαπλώσω ακίνητη, να σκεπαστώ με τη στάχτη που
Βρέχει ο ουρανός.
στο Μενέλαο που ξανακέρδισε την ωραία Ελένη
Χάθηκαν λοιπόν όλες οι λαχανιασμένες αναζητήσεις του παντοτινού.
Προσορμίστηκαν στο ρυθμό της ανάγκης. Σφραγίστηκαν με την ανάσα του λεπτοδείχτη
που φτεροκοπά το τρέμουλο του χρόνου. Λέξεις πυρακτωμένες τόσο που ο πόνος να
ξεθωριάζει μπροστά στο όνειρο. Λέξεις λουλούδια λεηλατημένα απ' την έλλειψη
κατανόησης. Λέξεις σαν κάνες απειλητικές. Όλα να περικλείουν τη φθορά όπως τα
φρούτα το κουκούτσι τους. Συνάζω πετραδάκια λέξεων και σε πετροβολώ. Προσπαθώ
να διαπεράσω τ' απέραντα τείχια του χρόνου να σε φτάσω, να σ' αγγίξω. Βρίσκομαι
σε σχέση υποτέλειας. Κρίνω πως κάποτε θα τα ξεπεράσω όλα αυτά τα κύματα που
πότε με παρασέρνουν στην κορφή και πότε με βυθίζουν στον Άδη. Δεν αμφισβητώ την
αυθεντία σου. Κάποτε θα το κάνω. Σαν τους ναρκομανείς αποζητώ να βουλιάξω στην
εικόνα σου. Είμαι η σκιά. Τι αγαπάμε στους ανθρώπους έξω απ' τις αντανακλάσεις
του ειδώλου μας; Ψάχνω τη μυθολογία μου ν' ανακαλύψω την Αριάδνη στην άκρη της
κλωστής. Διχασμένη. Φοβάμαι το ερωτικό σου άγγιγμα. Καθρεφτίζει το Τίποτε.
Στάχυα ώριμα για το θέρο γέρνουμε κατά τα προστάγματα της Μοίρας. Δεν κατέχω
τίποτε πέρ' από το θάνατο που κουβαλώ στους ώμους μου. Τον έρωτά σου. Το
ξέρεις. Πάντα φοβόμουν αυτόν που κρύβεται κάτω από το πετσί μου.
Τι να σου πω λοιπόν; Για τα λιμάνια που χάθηκαν μόλις πλευρίζαμε
στο μουράγιο; Για τις σειρήνες που αγκαλιάζαμε κι έλιωναν μες στα χέρια μας
αφρός; Για τις κοιλάδες της παντοτεινής ευτυχίας που 'κλειναν οι χιονισμένοι ορεινοί
ορίζοντες; Για κείνο το φιλί που μήτε πρόλαβα να πιω; Κι όταν μου λες «ποτέ δεν
είναι αργά» πώς και συντρίβεις στα δυνατά σου χέρια κείνο το καρύδι; Πώς και
μου προσφέρεις το κλωνί της ανθισμένης μυγδαλιάς; Πάντα είναι αργά στοχάζομαι
αγάπη. Κάθε πράμα στην ώρα του. Καιρός για κάθε πράμα. Και γω δεν πρόλαβα να σε
γευτώ. Σε πήραν άλλα. Ήλθες με του ονείρου τα φιλιά. Μου χάιδευες τα μαλλιά σαν
άνεμος θαλασσινός, με ρουφούσες σαν τη θάλασσα. Σε πρόσμενα πριν γεννηθώ. Σε
έντυνα με πήλινα κορμιά, σε ζωγράφιζα στης καρδιάς τους καμβάδες. Κι ήταν όλα
απλά σαν χημική εξίσωση. Κι όλα διαλύονταν στο υφάδι του χρόνου. Και γω όσο
γνώριζα τον εαυτό μου, τόσο κι ένιωθα το ροκάνισμα της φθοράς. Παλεύω να
κρατήσω τον πυρήνα ζωντανό. Η αγάπη που ζει μες απ' το θάνατο! Ποια αγάπη;
Ποιος έρωτας; Γιατί συ; Γιατί η απουσία σου να με πανικοβάλλει; Γιατί να παραδίδομαι
αμαχητί; Ποιος λοιπόν θ' αναπληρώνει το μικρό θεό που λείπει απ' την καρδιά
μου;
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Νικος Φαραζης Καλημερα Μαρία. Δεν είναι απλά ότι γράφεις λυρικά. Είναι ότι δένεις τόσο ωραία το θέμα σου γατζώνοντάς το πάνω στο κορμί, πότε της ιστορίας, πότε της μυθολογίας, ... πότε στο κουφάρι του παρελθόντος μας που είναι και το πιο επώδυνο αλλά τόσο συναισθηματικά αποτελεσματικό. Και σκεφτόμαστε ότι η λογοτεχνία που περνάει μεσα από τέτοια φίλτρα, είναι αλοιφή αντίδοτο για οποιοδήποτε δηλητηριώδες πουκάμισο αντίπαλου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦτιάχνε αλοιφές και εκνεύριζε τον ανθρωπομούρη Νέσσο…