Στη Σοφία της Άγνοιας Δόξα 5


Είπα λοιπόν πως κάποτε θα 'ρθεις κατά τις επιταγές των αισθημάτων μου. Ωραίος, άχρονος, μυστηριακός με ανοικτές τις μυστικές διόδους επικοινωνίας μας. Θα 'πρεπε όμως πρώτα να σταματήσω τα χρόνια που βαριανάσαιναν ν' αστράψουν τα δόντια τους στο σβέρκο της φυγής μου.
Είπα «δε θα 'ρθεις την αυγή» κι ανυπεράσπιστη σου παραδόθηκα. Με κατάπιες ανελέητα. Έσμιξα σε μυστικές σπηλιές με το βαθύτερο εαυτό σου.
Έστω, εσύ δεν το 'μαθές ποτέ. Κάποτε σμίξαμε, κάποτε θα σμίξουμε πέρ' απ' το χρόνο. Οι αστραπές καθοδηγούν τα βήματα, τυπικές συμβατικότητες ενάντια στις κοινωνικές προκαταλήψεις. Σ' ονοματίζω σαν αερικό. Γεύομαι την απόλυτη ηδονή του έρωτά μας. Σ' είχα πριν γνωρίσω άντρα. Θα σ' έχω πέρ' από τον τάφο μου. Τα σώματά μας παλαμάρια σφιχτοπλέκουν το χωρισμό μας. Αν αύριο ξαναγεννηθείς πόσες φορές θα πρέπει να υπάρξω ώσπου να σ' ανταμώσω;
Και λοιπόν. Ο κόσμος μπορεί ακόμη να στενάζει ανείπωτα. Παρά τη λογική που καραδοκεί με στιλ δασκάλου παρθεναγωγείου. Κρυφά οι σκιές μαρτυρούν την ηλιοφάνεια του βυθού. Τα λιμάνια των σιωπών βούρκωσαν. Οι κραυγές ολοφύρονται την άνοιξη που ποτέ δεν παρεμβαίνει. Το πρέπον ξεροβήχει στην έδρα. Κι ένα απλό χτύπημα του μολυβιού θ' αρκούσε να μας συνετίσει.
Ποτέ λοιπόν μη λες «ποτέ». Τι απόγιναν οι αιώνιοι όρκοι; Πότε έλιωσε το κερί κι έμεινα στο σκοτάδι;
Και γω σ' αγκαλιάζω όπως αγκάλιαζα το χθες, σου μιλώ σαν στο αύριο, σε κοιτώ όπως αντίκριζα το πουθενά. Σε νοιάζομαι κι ας μην υπάρχεις.
Μαχαιρώνω τις κραυγές της οδύνης μου. Οι παρειές μου οργωμένες απ' την παρουσία σου και συ παντού και πουθενά.
Με καλείς απ' τις σπηλιές των προφητών, ακάλεστος οδεύεις στην κορύφωση των ηδονών μου, μεταλλάσσεσαι σ' ερπετό, παρθενικός κύκλος με στραγγαλίζεις και γω η ανέραστη Λητώ αποδέχομαι την παράδοξη επαφή εγώ φυλακισμένη Δανάη ξεδιψώ απ' τη χρυσή βροχή. Κι όμως σαν ούρλιαζα υψώνοντας τρικάταρτα ιστία τα πόδια μου στους ουρανούς δεν έστερξες ν' ανακουφίσεις την πυρά των σπλάχνων μου. Όταν ζουμερή φράουλα ο κόρφος μου ανάλωνε τα χείλη των πληγών μου δεν έτρεξες να μου τρυγήσεις τον ανθό. Περίμενες την ωριμότητα του δαμάσκηνου, την πορφύρωση του βύσσινου στο κελάρι του ύπνου.
Και τότε αναλύθηκες σε κεραυνούς και χρυσό δάκρυ.
Και γω σε αποδέχθηκα με οίκτο και στοργή. Όχι πια μ' έρωτα και πεθυμιά. Σε λυπήθηκα ουρανέ μου γιατί τόσο χαμήλωσες για να μ' αγγίξεις.

στον Ρωμαίο της Ιουλιέτας
Ο πολυμήχανος έρωτας κούρνιασε στο φλούδι του εγκεφάλου. Ντύθηκε την ιδέα για να εκπορθήσει τους κυματοθραύστες των αναστολών. Λίμνασε τα συναισθήματα για να πυρπολήσει τις αισθήσεις.
Στα πλοκάμια του αφήνεσαι, παρασύρεσαι. Καθρεφτίζεις τις πεθυμιές σου στο σχήμα του. Πήραν μορφή τα οράματά σου. Ψηλαφάς του κορμιού του τα μονοπάτια αναζητώντας το δαίδαλο της φυγής σου.
Η κατάκτηση είναι γυναικείο προτέρημα. Κατακρατάς, κατασπαράζεις την ηδονή, ρουφάς την αντρική δροσιά. Μάταια οργώνουν το κορμί σου. Ανήκει μοναχά σε σένα. Ανήκει στη ζωή. Ανήκει στων ανέμων τα γυρίσματα και της θάλασσας την απεραντοσύνη.
Μελετώ των χεριών σου τα Βήματα, αφουγκράζομαι την ανάσα σου ν' ακουμπά στο κορμί μου. Μετρώ τρόπους προσέγγισης χρυσωμένους απ' το φως της επίγνωσης. Στιγμιαίες εκρήξεις και μετά το σκοτάδι. Όπως στ' όνειρο.
Όσο αντέχει το κορμί να φτερουγά καβάλα στην ελπίδα. Παράνομα Βλέμματα κάτω απ' τον ήλιο. Παράνομα φευγαλέα αγγίγματα σ' ένα κόσμο παράνομα χτισμένο. Οι πεθυμιές στήνουν καρτέρι ν' αδράξουν τη στιγμή. Τ' όμορφο ντύνεται η Αλήθεια. Το μαντήλι μου δένω στο κοντάρι της καρδιοχτυπώντας μην το δω ματωμένο απ' το αίμα μου.
Στις λέξεις φωλιάζω καρτερώντας το Βοριά της στέρησης να γυμνώσει τα όνειρα απ' τις ακόρεστες πεθυμιές. Την αρετή σφραγίσαμε φιλάργυροι και σαν μαράθηκε την αποδώσαμε στο νοτιά να την καταπιεί. Γιατί δεν ακούγαμε τους χτύπους του καιρού στο κατώφλι μας, μήτε οσφραινόμαστε τις αλλαγές της άνοιξης, μήτε λουζόμαστε στο αίμα της ανατολής.
Κούφια η αγάπη, άγευστη η πείρα μας. Λευκά τα φύλλα της τόλμης. Κι ως την αιχμή του μαχαιριού η καρδιά μας μια ανάσα φως.


Υπάρχει λοιπόν ο ουρανός που εξαντλείται στους τετελεσμένους ορίζοντες του κορμιού σου. Οριοθετείται στα χνάρια της στιγμής. Κρατούσα την ανάσα μου όπως Βυθομετράς του κεραυνού τον κρότο μετά την έκπληξη της αστραπής. Λουζόμουν στον ωκεανό της απουσίας σου και λίμναζα στη στιγμή της κατοχής σου. Όριζα μόνο τον παλμό κάτω απ' το στέρνο μου και κείνο το αστέρι στην καρδιά της ήβης. Το σαρκοβόρο ανθό της θηλυκότητας πάσχιζα ν' αποκόψω απ' τον ομφάλιο λώρο της εξουσίας σου. Οι καιροί άλλαζαν ρότα στις ανάγκες μας καθώς γλιστρά ο κύκλος της ζωής. Μεθάμε στις φωτοσκιάσεις των ονείρων που αποκαλούμε καθημερινότητα.
Κι ο καθρέφτης έσπασε γιατί δεν έφτανα να τεντωθώ ώς τ' αστέρια. Πίσω απ' τα πέπλα της ενοχής στήνω το δίχτυ της απελπισίας μου καταπίνω βουλιάζοντας τις κραυγές μου. Τα τραγούδια που 'στελνα με τον ήλιο πάνω απ' το πέλαγο λιώνουν στα χείλια μου. Τα χείλια σου που ποτέ δε θ' ακουμπήσω έχουν την γεύση του χιονιού, η μαχαιριά στη μήτρα μου ανοιξιάτικος αγρός πνιγμένος παπαρούνες, στάχυα στο δρεπάνι του ήλιου τα χέρια μου. Οι αμυχές του μέλλοντος χαράκωσαν την πανοπλία της κάθε μέρας. Δε με σκέφθηκες κατηφορίζοντας τις μέρες των επαναστάσεων. Διαμελισμένη μ' εγκατέλειψες στην ξερολιθιά της μετανάστευσης.
Γευόμουν τον ωκεανό. Το φως ριπίδιζε καθώς έλιωνε η υπο­ταγή μου τους όρκους σου, τ' όστρακο σου έγλυφα, θαμπή μου αλμύρα. Γυμνά τα προσωπεία σου χλεύαζαν τον άνεμο. Καμάκωνα τ' αστέρι σου, γλυκειά μου Άνοιξη, κείνο το μακρύ χειμώνα που αρνήθηκες να σημαδέψεις το κορμί μου. Σε γνώριζα καθώς της θάλασσας το πρόσωπο. Πάντα καινούριο χνώτο τον πηλό μου ανέμιζε σε πεταλούδες ήλιου. Δεν είπες πόσο ήμουν όμορφη σφιχτοδεμένη στο μαντήλι της καρδιάς σου. Λυμένα τα μαλλιά του ονείρου μου στο στήθος σου καθώς σου έγνεθα τις υποσχέσεις των αιώνων διαγράφοντας τις απειλές των στοχασμών. Το σκοτάδι σε πήρε, φουρτούνα του ήλιου μου. Έτσι μου μίσεψες αστραφτερό κοχύλι.

Πες λοιπόν ότι σμίξαμε. Οι λέξεις σου με χαστούκιζαν καθώς προπορευόμουν. Καλωσόριζα κάθε σου γραμμή στη σάρκα μου καθώς με παρέδιδες στη λοιδωρία του όχλου. Μήτε κλαράκι στοργής απ' το δεντρί που πότιζα. Μήτε που γνώρισες ποτέ την αλμύρα απ' τη φουρτούνα των φιλιών μου. Κι εγώ σου 'στρωνα το χράμι της υποτέλειας, σου παράδωσα το κλειδί της ανοχής. Άρπαξα τη φωνή σου στον άνεμο και την τύλιξα θηλιά στο λαιμό μου. Λήστεψα τις θάλασσες να σου προσφέρω το απόλυτο σκοτάδι, μα συ δε δρασκέλισες το φράχτη του μυστικού σου κήπου να με φθάσεις. Μ' άφησες κρεμασμένη στην ανάσα του φεγγαριού να μην ελπίζω σε Ανάσταση.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης